- ορθόκαυλος
- ὀρθόκαυλος, -ον (Α)αυτός που έχει όρθιο βλαστό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + καυλός «βλαστός» (πρβλ. παχύ-καυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρθόκαυλος — straight stalked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόκαυλα — ὀρθόκαυλος straight stalked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek